- πυρίκμητος
- πῠρί-κμητος, ον, ([etym.] κάμνω)A wrought at or with fire,
λέβης Call. Del.145
, cf. Fr.anon.50; scorched,χρώς Nic.Th.241
; cooked,κρέα Porph.Abst.1.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέβης Call. Del.145
, cf. Fr.anon.50; scorched,χρώς Nic.Th.241
; cooked,κρέα Porph.Abst.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… … Dictionary of Greek
πυρικμήτοιο — πυρίκμητος wrought at masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικμήτοις — πυρίκμητος wrought at masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκμητοι — πυρίκμητος wrought at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)